- Ὄλυμπος
- Ὄλυμπος (-ου, -οιο, -ῳ, -ον; Οὐλύμπου, -ῳ, -ον coni.) home of the gods.1
Ὀλύμπου σκοποὶ O. 1.54
ὦ Κρόνιε παῖ Ῥέας, ἕδος Ὀλύμπου νέμων O. 2.12
τὸν δ' ἐν Οὐλύμπῳ φάτναι Ζηνὸς ἀρχαῖαι δέκονται (byz.: Ὀλύμπ- codd.) O. 13.92τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου P. 11.64
Ὀλύμπου δεσπότας Ζεὺς N. 1.13
κατ' Ὄλυμπον ἄλοχος Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ ἔστι N. 10.17
εἰ μὲν αὐτὸς Οὔλυμπον θέλεις λτ;ναίειν> (Tricl.: Ὄλυμπ- codd.) N. 10.84 Θέμιν Μοῖραι ποτὶ κλίμακα σεμνὰν ἆγον Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν (Hermann: Ὀλύμπ- codd.) fr. 30. 4. μάκαρες δ' ἐν Ὀλύμπῳ fr. 33c. 5. Ἄμμων Ὀλύμπου δέσποτα fr. 36.νέφεσσι δ' ἐν χρυσέοις Ὀλύμποιο καὶ κορυφαῖσιν ἵζων Pae. 6.92
]βαμεν ἐξ Ὀλύμπου Pae. 22.6
]πρὸς [Ὄ]λυμπον[ Θρ. 7. 15.------------------------------------Ὄλυμπος (?) an early poet. v. test. ad fr. 157.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.